επέγερμα

επέγερμα
ἐπέγερμα, το (Μ)
(βυζ. μουσ.) ένα από τα σαράντα άφωνα μεγάλα σημεία με τα οποία γινόταν η σημειογραφία τού αρχαίου στενογραφικού συστήματος τής βυζαντινής μουσικής, το οποίο υποδήλωνε ορισμένη μακρά μελωδική γραμμή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”